- μουλλώνω
- και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω)1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.)2. κρύβω, αποσιωπώ3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζωνεοελλ.1. πεισμώνω χολιάζω2. παύω, σταματώ κάτι3. σκύβω, χαμηλώνω, συστέλλω4. καλύπτω με χώμα, καταχωνιάζω κουκουλώνω5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουλ(λ)ωμένος, -η, -οα) αυτός που ενεργεί αθόρυβα, σιωπηλός, αμίλητοςβ) κρυφός, κρυψίνους, μυστικόςμσν.1. επαναπαύομαι, ησυχάζω2. καταπαύω μια διένεξη, συμφιλιώνομαι3. κάνω κάποιους να σταματήσουν μια διένεξη, συμφιλιώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυλλώ* ή μυλλαίνω «στραβώνω, κάνω εμπαικτικό μορφασμό» (πρβλ. μυλλός «καμπύλος, στρεβλός»), κατά τα ρ. σε -ώνω. Ο τ. μουλώχνω σχηματίστηκε από τον αόρ. μούλωξα τού μουλώνω (πρβλ. διώχνω: έδιωξα).
Dictionary of Greek. 2013.